εκεί

εκεί
επίρρ. τοπ., για τόπο μακρινό ή που έγινε γι' αυτόν λόγος πριν
1. σ' εκείνο το μέρος· α. σε στάση: Εκεί είναι το μαγαζί. β. σε κίνηση προς κάποιο τόπο: Πάμε εκεί.
2. για ακριβέστερο προσδιορισμό των παραπάνω σημασιών εκφέρεται μαζί με λέξεις τοπικού περιεχομένου: «εκεί πάνω», «εκεί κάτω», «εκεί πέρα» «εκεί μέσα», «εκεί έξω», «εκεί ψηλά», «εκεί χαμηλά», «εκεί κοντά», «εκεί κάπου», «κατά κει», «εκεί όπου» κ.ά.
3. με την πρόθ. από δηλώνει κίνηση από κάπου, προέλευση: Από εκεί μπαίνει ο αέρας.
4. με την πρόθ. παρά («παρ' εκεί», «παρέκει») για δήλωση μικρής απόστασης: Πήγαινε παρέκει στη γωνιά.
5. με το αναφορ. επίρρ. που («εκεί που») δηλώνει: α. χρόνο, ενώ, την ώρα που: Εκεί που τρώγαμε, άρχισε ο σεισμός. β. αντίθεση, ενώ, μολονότι, αντί να: Εκεί που μας χρωστούσαν, μας πήραν και το βόδι (παροιμ.). – Εκεί που κλαις τη μοίρα σου, καλύτερα να δουλεύεις.
6. με τα ρ. ακούω, βλέπω σχηματίζει εκφράσεις αποδοκιμασίας: Ακούς εκεί αξιώσεις! – Είδες εκεί συμπεριφορά!

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐκεῖ — there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εκεί — και κει (AM ἐκεῑ) επίρρ. 1. σ εκείνη τη θέση, σ εκείνο το μέρος 2. προς εκείνη την κατεύθυνση 3. χρον. τότε 4. (με άρθρο) αυτός που βρίσκεται ή γίνεται σ έναν τόπο (α. «εἰσῆλθε λαμπρός, πᾱσι τοῑς ἐκεῑ σέβας», Σοφ. β. «τράβηξε προς τα κει») 5. με… …   Dictionary of Greek

  • ἔκει — κέω to lie down imperf ind act 3rd sg (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. — γαστὴρ οὐκ ἔκει ὦτα. См. У брюха нет уха …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. — ἔνθα πολλοῖ ἀλέκτορες, ἐκει ἡμέρα οὐ γίγνεται. См. У семи нянек дитя без глаза …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. — ὅπου γὰρ ἡ λεοντῆ μὴ ἐιρικνεῖ ται, προσραπτέον ἐκεῖ τὴν ἀλωπεκῆν. См. Где волчий рот, а где лисий хвост …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ἔνθα πολλοὶ πτύουσι, πυλὸς ἐκεῖ γίνεται… — См. По капельке море, по зернышку ворох …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • τοὐκεῖ — ἐκεῖ , ἐκεῖ there indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηνεί — ἐκεῖ there doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”